«Την Κρήτη δυνάμεθα να ονομάσωμεν χώραν των σπηλαίων» …

Η φράση αυτή, με την οποία θα ξεκινήσει το βιβλίο του ο Ελευθέριος Πλατάκης, ο πρώτος Κρητικός σπηλαιοερευνητής, εκφράζει όλα εκείνα που θα ανακαλύψουν από τότε και μέχρι τις μέρες μας οι δεκάδες σπηλαιολόγοι που θα ασχοληθούν με την εξερεύνηση και την καταγραφή των σπηλαίων και καρστικών σχηματισμών του νησιού.

Το έντονο ανάγλυφο της Κρητικής γης, η σύσταση των πετρωμάτων της και ο κατακερματισμός τους λόγω των ασταμάτητων τεκτονικών κινήσεων ως αποτέλεσμα της θέση της στα όρια σχεδόν της Αφρικανικής και της Ευρασιαστικής λιθοσφαιρικής πλάκας, επιτρέπουν στο νερό των βροχών να διεισδύει στα πετρώματα και μέσα από ιδιαίτερους, μοναδικούς θα λέγαμε μηχανισμούς, να δημιουργεί σπήλαια, βάραθρα, καταβόθρες, φαράγγια, οροπέδια και άλλους καρστικούς σχηματισμούς.

Έτσι, παρά το μικρό της μέγεθος, η Κρήτη διαθέτει, απ’ άκρη σ’ άκρη, πλήθος σπηλαίων, σπουδαίων τόσο σε μέγεθος όσο και σε ομορφιά, αλλά και εκτεταμένων καρστικών τοπίων με εξαιρετικούς γεωλογικούς σχηματισμούς. Μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί σε ολόκληρο το νησί πάνω από 5.000 σπήλαια, χάρη στις έρευνες μεγάλων σπηλαιολόγων που έδρασαν σε αυτό, όπως ο Ελευθέριος Πλατάκης και το ζεύγος Πετροχείλου, ενώ το έργο των σημερινών σπηλαιολόγων συνεχίζεται με αμείωτο ενδιαφέρον. Δεν θα ήταν υπερβολή εάν λέγαμε ότι οι ίδιοι οι ορεινοί όγκοι του νησιού αποτελούν αυτόνομα καρστικά πάρκα…

Ξεκινώντας από τα δυτικά ο πιο εκτεταμένος ορεινός όγκος της Κρήτης, τα Λευκά Όρη, κρύβει μέσα του μερικά από τα βαθύτερα και μεγαλύτερα σπηλαιοβάραθρα της Ελλάδας αν όχι και του κόσμου. Στο μέσον του νησιού, το υψηλότερο βουνό του, ο Ψηλορείτης, φιλοξενεί σπηλαιοβάραθρα πολλών χιλιομέτρων που δημιουργούν δαιδαλώδη υπόγεια δίκτυα ποταμών, τα νερά των οποίων μάχονται επί χρόνια να «αιχμαλωτίσουν» οι κάτοικοι της περιοχής… Τα Λασιθιώτικα βουνά πιο ανατολικά διαθέτουν μερικά από τα σπουδαιότερα αρχαιολογικής και ανθρωπολογικής σημασίας σπήλαια του νησιού. Τα Σητειακά τέλος όρη στο ανατολικό άκρο της Κρήτης, παραπλανούν με το χαμηλό τους υψόμετρο και εκπλήσσουν με το σπηλαιολογικό πλούτο που κρύβουν στην καρδιά σχεδόν του ορεινού τους συμπλέγματος.

Εκτός όμως από τα παραπάνω καρστικά – σπηλαιολογικά πάρκα που προσελκύουν κάθε χρόνο δεκάδες εξειδικευμένους ερευνητές σπηλαιολόγους από όλο τον κόσμο, σε όλο το νησί συναντάμε εκατοντάδες σπήλαια διάσπαρτα παντού: σε πεδιάδες, σε λόφους, σε ακτές, σε φαράγγια… Όλα έχουν συνδεθεί με τη ζωή των ανθρώπων που συμβιώνουν μαζί τους επί γενεές και τα χρησιμοποιούν από τα πανάρχαια χρόνια. Είναι γνωστό στις μέρες μας πως το έντονο ανάγλυφο της κρητικής γης αποτέλεσε το σκηνικό μεγάλων πολιτισμών, οι οποίοι έδιναν ιδιαίτερη σημασία στους σπηλαιώδεις χώρους. Για παράδειγμα, ο μινωικός πολιτισμός. Αν και η σπηλαιώδης λατρεία των μινωιτών είναι ακόμα υπό διερεύνηση, είναι βέβαιο ότι τα σπήλαια ήταν ιεροί χώροι για αυτούς και πιθανότατα συνδέονταν με τη λατρεία της Μητέρας – Γης. Για πάνω λοιπόν από δύο χιλιετίες οι φορείς των προϊστορικών πολιτισμών της Κρήτης έμπαιναν στα σπήλαια του νησιού είτε για να θάψουν τους νεκρούς τους είτε για να λατρέψουν τη Γη. Φαίνεται μάλιστα ότι στην Κρήτη εντατικοποιείται αυτή η χρήση των σπηλαίων σε σχέση με τους άλλους χώρους του Αιγαίου, την ίδια εποχή. Στα μετέπειτα χρόνια τα κρητικά σπήλαια χρησιμοποιήθηκαν όπως ακριβώς και τα υπόλοιπα σπήλαια της Ελλάδας: χώροι λατρείας, ασκηταριά, καταφύγια, ψυγεία κ.λπ.

Στις μέρες μας τα σπήλαια του νησιού αποτελούν χώρους χρηστικούς, για τους κτηνοτρόφους και για τους οικισμούς που, όταν λειτουργούν ως πηγές νερού, υδρεύονται από αυτά, χώρους έρευνας για τις ολοένα αυξανόμενες ομάδες σπηλαιολόγων, γεωλόγων, αρχαιολόγων και χώρους επίσκεψης για το πλήθος τουριστών που αποζητούν να θαυμάσουν την ανεξίτηλη ομορφιά τους και να νιώσουν την αύρα του παρελθόντος. Παρά το μεγάλο αριθμό των σπηλαίων που διαθέτει η κρητική γη, μόλις 3 έχουν αξιοποιηθεί τουριστικά. Πρόκειται για το Δικταίο Άνδρο, το σπήλαιο του Μελιδονίου και το Σεντόνι. Ο μικρός τους αριθμός δεν είναι συνέπεια ελλιπών αναπτυξιακών πρωτοβουλιών. Είναι συνάρτηση του σεβασμού με τον οποίο επιβάλλεται να περιβάλλονται τα σπήλαια. Είναι οι μοναδικοί ίσως χώροι που επί αιώνες παραμένουν ανέγγιχτοι, αμόλυντοι από τις εξελίξεις, διαφυλάττοντας καλά τα μυστικά της γης και των ανθρώπων που έδρασαν πάνω της επί ολόκληρους αιώνες. Με σεβασμό λοιπόν και ταπεινότητα οφείλουμε να μπούμε μέσα τους, για να μπορέσουμε μέσα από το απόλυτο σκοτάδι να διακρίνουμε τις μορφές τους, με την υγρασία τους να δροσιστούμε και μέσα από την αδιατάραχτη σιωπή τους να ακούσουμε την ιστορία τους.

Κείμενο: Χρύσα Μαυρόκωστα